- ομοσκηνια
- ὁμοσκηνίαὁμο-σκηνίαἥ проживание в одной палатке Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁμοσκηνία — ὁμοσκηνίᾱ , ὁμοσκηνία living in the same tent fem nom/voc/acc dual ὁμοσκηνίᾱ , ὁμοσκηνία living in the same tent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσκηνίᾳ — ὁμοσκηνίᾱͅ , ὁμοσκηνία living in the same tent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοσκηνία — ὁμοσκηνία, ἡ (ΑΜ) [ομόσκηνος] η διαμονή μαζί με άλλον στην ίδια σκηνή μσν. συντροφική σχέση, φιλία … Dictionary of Greek
ὁμοσκηνίας — ὁμοσκηνίᾱς , ὁμοσκηνία living in the same tent fem acc pl ὁμοσκηνίᾱς , ὁμοσκηνία living in the same tent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσκηνίαν — ὁμοσκηνίᾱν , ὁμοσκηνία living in the same tent fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)